Κυκλάδες, γεύση από θάλασσα, άνεμο και ήλιο

Γαλανός ουρανός, εκθαμβωτικά λευκά σπίτια σε βραχώδες έδαφος, κρυστάλλινη θάλασσα και μαγευτικά ηλιοβασιλέματα. Οι Κυκλάδες αποτελούν το αρχέτυπο των ελληνικών νησιών. Η ιδιαίτερη γεωμορφολογία τους –πολλές είναι ηφαιστειογενείς–, σε συνδυασμό με τη θάλασσα, τον άνεμο και τον ήλιο, καθορίζουν τα χαρακτηριστικά και την ποιότητα των προϊόντων τους: φρούτα και λαχανικά που δεν χρειάζονται πολύ νερό, όπως ελιές, όσπρια αλλά και τα πεντανόστιμα ντοματάκια της Σαντορίνης, καθώς και μια πλούσια ποικιλία τυριών, σταφυλιών και άφθονων ψαριών και θαλασσινών.

Η ονομασία Κυκλάδες προέρχεται από τη λέξη «κύκλος», καθώς τα νησιά αυτά του αρχιπελάγους σχηματίζουν έναν κύκλο, ένα δαχτυλίδι γύρω από τη μικρή Δήλο, το ιερό νησί του Απόλλωνα. Βρίσκονται στην καρδιά του Αιγαίου και αποτελούν το πιο εκτεταμένο νησιωτικό σύμπλεγμα της Ελλάδας, με πολυάριθμα νησιά και νησίδες που ανήκουν διοικητικά σε μία μόνο περιφέρεια με πρωτεύουσα την Ερμούπολη της Σύρου. Παρά τα κοινά χαρακτηριστικά τους, κάθε νησί έχει το δικό του χρώμα. Υπάρχουν νησιά πολυσύχναστα και θορυβώδη αλλά και νησιά-παραδεισένια ησυχαστήρια, παραλίες της μόδας αλλά και κρυφοί ορμίσκοι, τουριστικά κέντρα αλλά και απομακρυσμένα χωριουδάκια ιδανικά για απομόνωση. Από όλα τα ελληνικά νησιά, οι Κυκλάδες έχουν ίσως τη μεγαλύτερη ιστορική σημασία και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εκεί άνθησε την 3η χιλιετία π.Χ. ο κυκλαδικός πολιτισμός, διάσημος για τα εξαιρετικά έργα τέχνης που παρήγαγε.

Τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα αινιγματικά ειδώλια από λευκό και λείο μάρμαρο, με τις στιλιζαρισμένες, αφαιρετικές μορφές, που συνάρπασαν καλλιτέχνες από τον Γκογκέν έως τον Πικάσο και τον Μοντιλιάνι. Από τον 13ο αιώνα και μετά έγιναν σημαντικό εμπορικό κέντρο στις ναυτικές διαδρομές των Ενετών μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Η θάλασσα, ο άνεμος, ο ήλιος και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία των Κυκλάδων καθορίζουν την ποιότητα της γαστρονομίας τους. Εδώ αφθονούν τα σταφύλια, οι ελιές, τα όσπρια και τα λαχανικά που δεν χρειάζονται πολύ πότισμα, όπως είναι οι αγκινάρες, η κάπαρη, οι μοναδικές ποικιλίες ντομάτας και τα άγρια σπαράγγια. Τα ψάρια και τα θαλασσινά αποτελούν βασικό συστατικό της διατροφής, σε σούπες, στη σχάρα, στην άλμη, στην κατσαρόλα με λαχανικά ή με συνοδεία ούζου, ενώ τα πιάτα με κρέας έχουν την τιμητική τους στις γιορτές. Εδώ θα βρούμε μια μεγάλη γκάμα τυριών, ενώ τα ξερικά βότανα, όπως το θυμάρι, δίνουν πλούσιο μέλι που χρησιμοποιείται σε πολλά γλυκά.

Η εύφορη Νάξος

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη στο νησί της Νάξου. Εκεί τη βρήκε ο Διόνυσος και, γοητευμένος από την ομορφιά της, την αποζημίωσε για την εγκατάλειψη κάνοντάς τη σύζυγό του. Σήμερα η ομορφιά του νησιού γοητεύει με τον ίδιο τρόπο τον ταξιδιώτη μόλις φτάνει στο λιμάνι, όπου τον υποδέχεται η μεγαλόπρεπη Πορτάρα. Αυτό το επιβλητικό μνημείο, πύλη ενός ημιτελούς ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα, αποτελεί το σύμβολο της πόλης. Η Νάξος, με περίπου 18.000 κατοίκους και έκταση 390 τ. χλμ., είναι η μεγαλύτερη από τις Κυκλάδες αλλά και η πιο εύφορη, με καταπράσινα βουνά, χλοερά λιβάδια και κοιλάδες με δροσερά ποτάμια. Η γη παράγει γευστικά λαχανικά (ελιές, ντομάτες, κρεμμύδια και τις περίφημες πατάτες, με τη δική τους γιορτή στις αρχές Αυγούστου), φρούτα (κεράσια, βύσσινα, σύκα και εσπεριδοειδή, μεταξύ αυτών και περγαμόντα) με τα οποία φτιάχνονται γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες κ.ά., καθώς επίσης αρωματικά βότανα και μέλι.

Ο ήλιος και οι ήπιες θερμοκρασίες του καλοκαιριού και του χειμώνα ευνοούν την καλλιέργεια εσπεριδοειδών στη Νάξο. Ευδοκιμεί το κίτρο, με φύλλα που μυρίζουν έντονα λεμόνι και χρησιμεύουν για την παρασκευή του γνωστού ομώνυμου λικέρ. Το δέντρο αυτό, χαρακτηριστικό της Νάξου, πιθανόν να ήρθε στην Ελλάδα με τον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά την κατάκτηση της Περσίας και υπήρξε σίγουρα το πρώτο εσπεριδοειδές που έγινε γνωστό στην Ευρώπη. Στην αρχαιότητα το καλλιεργούσαν για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες και το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για το κίτρο, μπορείτε να επισκεφθείτε το πρώτο αποστακτήριο του νησιού που ιδρύθηκε το 1896 στο Χαλκί, παλιά πρωτεύουσα της Νάξου, από την οικογένεια Βαλληνδρά και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Ο επισκέπτης του ανακαλύπτει τα μυστικά της απόσταξης και έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει τρεις ποικιλίες του λικέρ: το πράσινο, το πιο γλυκό και με λιγότερους βαθμούς, που συνοδεύει θαυμάσια το ψάρι· το κίτρινο, πιο δυνατό και με λιγότερη ζάχαρη· και το ενδιάμεσο των δύο πρώτων, το λευκό, ιδανικό για κοκτέιλ. Τα τυριά είναι βασική παράδοση της Νάξου, μάλιστα το 14% όλων των γαλακτοκομικών προϊόντων της Ελλάδας προέρχεται από το νησί αυτό. Υπάρχουν περίπου μία ντουζίνα ποικιλίες, από τις περίφημες γραβιέρες –εδώ παράγεται ίσως η καλύτερη–, τα κεφαλοτύρια και τις μυζήθρες, έως το λαδοτύρι, με πιπεράτη γεύση, που ωριμάζει σε λάδι ελιάς, και το ξινοτύρι ή αρσενικό, ένα σκληρό τυρί από αιγοπρόβειο γάλα, δυσεύρετο εξαιτίας της μεγάλης περιόδου ωρίμανσης που απαιτεί (βλέπε επίσης κεφάλαιο «Τα τυριά»).

Μύκονος, το νησί
των μύλων

Στα βόρεια των Κυκλάδων, η Μύκονος είναι από τους βασικότερους πόλους έλξης της Ελλάδας, επειδή βρίσκεται κοντά στη Δήλο αλλά και για τις υπέροχες παραλίες της, τη γραφική Χώρα με τον λαβύρινθο από σοκάκια, τα εκθαμβωτικά λευκά σπιτάκια με τις μπλε πόρτες και τα μπλε παράθυρα, καθώς και την έντονη, κοσμοπολίτικη νυχτερινή ζωή της. Σήμα κατατεθέν της Μυκόνου είναι οι ανεμόμυλοι, που φαίνονται από όλα σχεδόν τα σημεία της Χώρας. Χάρη στη στρατηγική της θέση στην εμπορική διαδρομή που ένωνε τη Βενετία, πύλη εισόδου στην Ευρώπη, με την Ασία, αλλά και χάρη στις εξαιρετικές κλιματικές συνθήκες της με τους δυνατούς ανέμους που τη μαστιγώνουν όλο τον χρόνο, οι Ενετοί βρήκαν στη Μύκονο το ιδανικό μέρος για να εγκαταστήσουν τους ανεμόμυλους για την άλεση των σιτηρών ώστε να μεταφέρονται πιο εύκολα με τα πλοία τους. Για αιώνες οι μύλοι συνέβαλλαν αποφασιστικά στην οικονομική ευημερία του νησιού. Πάει καιρός που οι μύλοι έπαψαν να λειτουργούν, ορισμένοι όμως πουλήθηκαν και οι νέοι ιδιοκτήτες τούς αναπαλαίωσαν. Αξιοσημείωτος είναι ο Μύλος του Μπόνη, από τον 16ο αιώνα, που αποτελεί τμήμα του Αγροτομουσείου (παράρτημα του Λαογραφικού Μουσείου). Βρίσκεται στην περιοχή Άνω Μύλοι, στα ανατολικά της Χώρας της Μυκόνου, και λειτουργεί κανονικά, όπως και ο φούρνος με ξύλα που διαθέτει. Μάλιστα κάθε χρόνο φιλοξενεί τη γιορτή του τρύγου (δεύτερη Κυριακή του Σεπτεμβρίου).

Παρόλο που η Μύκονος είναι άρρηκτα δεμένη με το καλοκαίρι, το κεντρικό γαστρονομικό γεγονός της έχει να κάνει με το κρύο. Πρόκειται για τα χοιροσφάγια, που γίνονται μεταξύ Νοεμβρίου και Ιανουαρίου. Αποτελούν σημαντική παράδοση για την οικονομία του νησιού (παλιότερα τα μισά χρήματα που κέρδιζαν οι Μυκονιάτες από την πώληση του κρέατος προορίζονταν για την αγορά νέου ζώου, ενώ με τα υπόλοιπα εξοφλούνταν τα χρέη όλου του έτους), μια μεγάλη οικογενειακή γιορτή με φαγητό, ποτό, μουσική και χορό. Μία από τις τοπικές σπεσιαλιτέ που φτιάχνονται με το χοιρινό κρέας είναι η λούζα, ένα είδος παστού με πολλά μπαχαρικά, πιπέρι και ρίγανη, που αποξηραίνεται στον αέρα. Τα λουκάνικα, με αρωματικά βότανα και χωρίς πολύ λίπος, θεωρούνται σπουδαία λιχουδιά, ενώ το κρέας γίνεται επίσης στιφάδο με μικρά ξερά κρεμμύδια ή μπριζόλες στα κάρβουνα. Από την κουζίνα της Μυκόνου δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα θαλασσινά και τα ψάρια, όπως τηγανητά μπαρμπούνια με ντομάτα και κάπαρη, γαλέος με σκορδαλιά, καλαμάρι στα κάρβουνα, μεζές από χταπόδι, καθώς και η μόστρα, παξιμάδι με κοπανιστή (ντόπιο μαλακό τυρί) και ντομάτα, ραντισμένο με ελαιόλαδο

Σαντορίνη, η άγρια ομορφιά
του ηφαιστείου

Είναι το ένα από τα δύο νοτιότερα νησιά των Κυκλάδων (το άλλο είναι η Ανάφη) και σχηματίστηκε έπειτα από την έκρηξη του ηφαιστείου της και τη βύθιση του κεντρικού τμήματος του αρχικού νησιού που ονομαζόταν Στρογγύλη. Στο ηφαίστειο οφείλει τη φήμη και την τραγωδία της, καθώς οι εκρήξεις και οι σεισμοί τής έδωσαν μορφή και συγχρόνως την κατέστρεψαν. Η πιο καταστροφική έκρηξη, που έγινε γύρω στα 1625 π.Χ., έθεσε τέλος στον Μινωικό πολιτισμό και ίσως έδωσε το έναυσμα για τον μύθο της Ατλαντίδας. Η έκρηξη αυτή όμως σμίλεψε το σαγηνευτικό νησί με τους γκρεμούς, τις μαύρες παραλίες και το σεληνιακό τοπίο, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε μια γη εύφορη όπου καλλιεργούνται αμπέλια, άγρια κάπαρη, κατσούνι (γλυκό αγγούρι) και φάβα, που είναι για τους Σαντορινιούς ό,τι τα ζυμαρικά για τους Ιταλούς. Εδώ φυτρώνουν τα περίφημα κατακόκκινα ντοματίνια (με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), με έντονη ηφαιστειακή γη, και με ελάχιστη ανάγκη για πότισμα χάρη στην υγρασία που συγκεντρώνεται τη νύχτα στο χώμα και στα φύλλα. Εδώ καλλιεργούνται και οι λευκές μελιτζάνες που, αντίθετα από τις σκούρες, έχουν γεύση γλυκιά.

Η Σαντορίνη έχει μια μακρόχρονη παράδοση στην καλλιέργεια αμπελιών εδώ και 5.000 χρόνια (βλέπε επίσης κεφάλαιο «Κρασιά»). Από τις μοναδικές αυτόχθονες ποικιλίες της, όπως το ασύρτικο και το αηδάνι, βγαίνουν αριστουργήματα όπως το Vinsanto, ένα γλυκό κρασί που θεωρείται το διαμάντι του στέμματος των λευκών ελληνικών κρασιών. Αξίζει να επισκεφθείτε κάποια από τα πολλά οινοποιεία, όπως είναι το Santo Wines, που άνοιξε το 1992 και έχει εντυπωσιακή θέα προς την καλντέρα του ηφαιστείου, ή ο πανταχού παρών Μπουτάρης, που προσφέρει ξεναγήσεις σε διάφορες γλώσσες και έχει μοντέρνες εγκαταστάσεις για τους τουρίστες, ή η Κανάβα Ρούσσος, οικογενειακό οινοποιείο από τα παλιότερα του νησιού, που ιδρύθηκε το 1836, και το Οινοποιείο Χατζηδάκη, σε μια σπηλιά κάτω από τους αμπελώνες.